Του Δημήτρη Καμπουράκη από το protagon
Ο ψηλός άνδρας με το τσαλακωμένο Αρμάνι, έκλεισε πίσω του τη βαριά ξύλινη πόρτα ασφαλείας και κοντοστάθηκε στο μαρμάρινο πλατύσκαλο.. Το αξύριστο πρόσωπο του στράφηκε δεξιά κι αριστερά, κοιτάζοντας για τελευταία φορά τον πελώριο φροντισμένο κήπο της βίλλας που τον στέγασε για δέκα ολόκληρα χρόνια. Δεν θα ξανάνοιωθε ποτέ στις γυμνές πατούσες του τη βελούδινη δροσιά του γκαζόν, δεν θα ξανάπαιρνε ποτέ το πρωινό του στο μαρμάρινο τραπέζι δίπλα στους πετρόκηπους, δεν θα ξανάκουγε ποτέ τον ήχο του νερού που κυλούσε μυστικά ανάμεσα στις ξωτικές ορχιδέες και τις αποκίες των μπονζάϊ. Κι όμως, δεν το ένοιαζε καθόλου, αντιθέτως ήθελε να φύγει. Να φύγει αμέσως και μακριά απ' αυτό το πολυτελές κολαστήριο.
Κατέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στο πλακόστρωτο δρομάκι προς την καγκελόπορτα. Έπιασε ασυναίσθητα τα κλειδιά του αυτοκινήτου που είχαν ξωμείνει στην τσέπη του σακκακιού. Η απαστράπτουσα BMW ήταν εκεί, σ' ένα από τα τρία σκεπαστά γκαράζ, δίπλα στο Καγιέν και το SMARTάκι της κυρίας. Ο άνδρας κοίταξε με σμιχτά φρύδια τη μπέμπα που κάποτε λάτρεψε με τόσο πάθος. Το μεταλλικό της χρώμα, τα δερμάτινα καθίσματα, τις αστραφτερές της ζάντες... Έβγαλε τα κλειδιά και τα ζύγισε στην παλάμη του. Κι έπειτα, αντί να πατήσει το κουμπί που άνοιγε τον συναγερμό, σήκωσε το μπράτσο και εκσφενδόνισε τα κλειδιά με όλη του τη δύναμη προς στο κέντρο της μεγάλης πισίνας. Το «μπλούμ» που έκανε η αρμαθιά καθώς συνάντησε το ήρεμο νερό, ξύπνησε μέσα του χιλιάδες εικόνες.
Τι πάρτυ, τι γλέντια, τι gala είχε ζήσει σ' αυτή την πισίνα... Σειρές από τραπέζια με ψητές ψαρούκλες και ροδαλά γουρουνόπουλα, μάγειροι να σερβίρουν και λευκοντυμένα γκαρσόνια να πηγαινοέρχονται, φαναράκια και πυρσοί να φέγγουν απόκοσμα, φελοί από σαμπάνιες να πετάγονται στον αέρα, μόδιστροι και managers να περιφέρονται γελώντας, κοσμικοί και διαφημιστές να χαριεντίζονται, χρηματιστές και μοντέλα να βουτάνε μεθυσμένοι στα νερά. Κι εκείνος ανάμεσα τους, ένα με την υψηλή αυτή κοινωνία, δίπλα στην εντυπωσιακή του κυρία. Πόσες μποτίλιες ακριβό ουίσκυ είχαν πιεί, πόσες γραμμές κόκα είχαν σνιφάρει, πόσες παρτούζες είχαν κάνει δίπλα και μέσα σ' αυτή την πισίνα. Τι καρα-μαλάκας, τι βλάκας πατενταρισμένος ήταν τελικά, που νόμιζε ότι αυτή ήταν η πραγματική ζωή και η ουσιαστική ευτυχία. Έτρεξε προς την έξοδο.
Πριν κλείσει πίσω του η περίτεχνη καγκελόπορτα, την είδε να στέκεται πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας, περιστοιχισμένη απ' την μεταξωτή Παριζιάνικη κουρτίνα της. Ψηλή, ξανθιά, φροντισμένη και εντυπωσιακή όπως πάντα, τον παρατηρούσε με τα ψυχρά γαλάζια μάτια της, όπως θα παρατηρούσε έναν Αφγανό μετανάστη που σκούπιζε το πεζοδρόμιο. Τώρα πια ο άνδρας καταλάβαινε με απόλυτη διαύγεια αυτό που δεν μπορούσε να αντιληφθεί δέκα ολόκληρα χρόνια: Τον είχε χρησιμοποιήσει για να κάνει το καπρίτσιο της και τώρα δεν ήταν γι' αυτήν απολύτως τίποτα. Κι όμως, αντί αυτό να τον πειράξει, αντί να τον εξοργίσει, έφερε μέσα του μια παράξενη ηρεμία και γαλήνη. Μόλις βρέθηκε στον δρόμο, πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένοιωσε χίλιες τοξίνες να φεύγουν από μέσα του.
Περπάτησε για περισσότερο από ένα χιλιόμετρο ανάμεσα σε μάντρες από βίλλες, μέχρι που βγήκε στον κεντρικό. Έψαξε να βρει που ήταν η στάση του λεωφορείου. Πόσα χρόνια είχε να μπει σε λεωφορείο και πόσο έκανε άραγε το εισιτήριο; Λίγο αργότερα καθώς κατηφόριζε προς το κέντρο, έβλεπε τα φώτα των βορείων προαστείων να περνούν μπροστά του έξω από τα τζάμια του αστικού. Όλα τα σκέφτηκε εκεί, ακουμπισμένος στο κάγκελλο της γαλαρίας, περιστοιχισμένος από Φιλλιπινέζες και κηπουρούς που γύριζαν σπίτι τους μετά το μεροκάματο. Μονολογούσε συχνά και τα κότσια της παλάμης του κοκκίνιζαν καθώς έσφιγγε το πλαστικοποιημένο μέταλλο απ' τη μανία και την ανημπόρια του. Δεν τα 'χε με κανέναν, μόνο με τον εαυτό του:
«Τι δουλειά είχα εγώ ρε, στα βόρεια προάστεια; Τι τις ήθελα τις βίλλες και τις BMW; Στη Λένορμαν μεγάλωσα σ' ένα δυάρι πάνω από ένα βενζινάδικο, πως βρέθηκα εγώ στα Κεφαλάρια; Τορναδόρος ήμουνα, τι δουλειά είχα με διευθυντές και εισοδηματίες; Πως μπόρεσα να φανταστώ ότι με θεωρούσαν ίσο τους; Πως ψωνίστηκα έτσι με τα Αμπρεβουάρ και τα Καστελόριζα; Έμαθα τα φιλέτα και τα Ριμπ-Άϊ και ξέχασα το κοκκινιστό με τις μπάμιες. Έμαθα τις αστακομακαρονάδες και ξέχασα τον γαύρο και το μαριδάκι. Τι δουλειά είχα εγώ ρε στα Μιλάνα και τα Παρίσια κάθε τόσο, για να ψωνίζω Αρμάνια και Πράντα; Που τα 'χα μάθει εγώ όλα τούτα και ξαφνικά μου 'γίναν απαραίτητα; Άφησα τη θύρα μου στο γήπεδο κι άρχισα να πηγαίνω στις σουίτες και να τρώω καναπεδάκια ενώ έβλεπα την ομάδα. Και να πηγαίνω στους τελικούς του Τσάμπιονς Λίγκ με απ' ευθείας πτήση. Τι σχέση είχα εγώ με τα μεγάλα γήπεδα και τα χορτάρια τους; Εγώ ήθελα να βλέπω την ομάδα με τον ΠΑΟΚ και τον Λεβαδειακό και να δέρνομαι. Ας το διάολο...»
Κατέβηκε στο τέλος της διαδρομής, πήρε πάλι την κατηφόρα κι έφτασε με τα πόδια ως τη Ζήνωνος, περνώντας ανάμεσα σε πρεζάκια και Κούρδους μαχαιροβγάλτες. Ρώτησε ποιο λεωφορείο πρέπει να πάρει για τον νέο του προορισμό και μπήκε πάλι σ' ένα σαράβαλο γεμάτο θλιμένες φάτσες. Καθώς κατευθυνόταν προς τα δυτικά, συνέχισε να μονολογεί:
«Αμ αυτή; Τι μου βρήκε αυτή και με σπίτωσε στο μέγαρο της; Όταν πρωτομπήκα εκεί μέσα, όσα έβγαζα εγώ όλο το μήνα αυτή τα ξόδευε μόνο για βερνίκια νυχιών και κομμωτήρια. Πως καταδέχτηκα εγώ την κάρτα της; Πως δέχτηκα δώρα αυτοκίνητα και κότερα; Δεν ήξερα πως κάποια στιγμή, θα τα ζητούσε με κάποιο τρόπο πίσω; Τι ήθελα εγώ να ξαπλώνω στις Ψαρούδες και να ζεσταίνομαι στα τζάκια των Έλατων; Τόσο ωραία γαμούσα δηλαδή; Αμ αυτή; Σιγά το γαμήσι που έκανε. Πλαστικό και βιτσιόζικο όπως όλα γύρω της, χωρίς αγάπη, χωρίς ζεστασιά. Κατανάλωση κι αυτό, σαν όλα τ' άλλα. Στα καταστρώματα απ' τα σκάφη και στις ιδιωτικές σάουνες. Α να χαθώ πια ο μαλάκας, που νόμιζα ότι έτσι ζω πραγματικα.»
Κατέβηκε πάλι στο τέρμα της διαδρομής. Πήρε αργά-αργά τον δρόμο προς τον λόφο. Κοίταζε γύρω του προσπαθώντας να αναγνωρίσει την παλιά του γειτονιά. Μονοκατοικίες της κακιάς ώρας και ατσούμπαλα αυθαίρετα που είχε χτιστεί μέσα σε μια νύχτα πλαισίωναν τον κακομοιριασμένο στενό δρόμο. Είχε να έρθει εκεί δέκα χρόνια. Πολλά είχαν αλλάξει, όχι όμως η μυρωδιά της φτώχειας. Μόλις έφθασε στην πλατειούλα, κάθισε σ' ένα παγκάκι, άναψε ένα τσιγάρο κι έκανε τις τελευταίες σκέψεις του:
«Και για όλη αυτή τη μαλακία, εγκατέλειψα δέκα χρόνια τώρα την κακομοίρα τη γυναίκα μου. Την άφησα στη φτώχεια της κι έφυγα. Όμως τώρα γύρισα, γιατί κατάλαβα πως μόνο αυτή μ' αγάπησε, πως μόνο αυτή άξιζε. Τελικά, μόνο η ζωή δίπλα της είχε νόημα. Μόνο μαζί της ήμουν ο πραγματικός μου εαυτός. Θα ξαναμπω στο σπίτι μου κι όλα αυτά τα γελοία πλούτη και οι φαντασμένες επιδείξεις θα εξαφανιστούν σαν εφιάλτης. Θα ζήσουμε φτωχικά, με λίγα μεροκάματα, με μια μεταχειρισμένη βέσπα για να μετακινούμαστε, με λίγους πραγματικούς φίλους, με κανένα σινεμά και σουβλατζίδικο για διασκέδαση... αλλά θα ζήσουμε με ειλικρίνεια και αγάπη. Θα ζήσουμε στα κυβικά μας βρε αδερφέ και γι' αυτό θα είμαστε ευτυχισμένοι.»
Πέταξε το τσιγάρο αποφασισμένος, περπάτησε δυο στενά παραπέρα και στάθηκε μπροστά σε μια παλιά αλουμινένια πόρτα. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Η χοντρή φιγούρα της γυναίκας του μέσα σε μια λουλουδάτη ρόμπα, γέμισε το άνοιγμα της θύρας. Τον κοίταξε με μάτια καρτερικά, σαν να μην ένοιωσε καμία έκπληξη που ήταν εκεί, σα να τον περίμενε. «Καλησπέρα» της είπε. Αυτή κούνησε το κεφάλι και παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει. Το στενό δωμάτιο μύριζε όσπριο και μούχλα. Ο άντρας παρατήρησε το παλιό του σπίτι. Το ψυγείο ήταν του 80, τα ντουλάπια της κουζίνας είχαν ξεφτίσει, μερικά πλακάκια είχαν ξεκολήσει. Το κουρτινάκι που κρεμόταν στο παραθυράκι προς τον ακάλυπτο δεν είχε πια κανένα χρώμα. Η λαδομπογιά στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη από την υγρασία.
«Να σου βάλω κάτι να φας, θα 'σαι κουρασμένος» την άκουσε να λέει. «Βάλε» αναστέναξε ο άνδρας. «Φακές έχω» ξανάπε αυτή. «Ωραία» απάντησε ο άνδρας. Την κοίταζε καθώς του ετοίμαζε το φαγητό. Τα μαλλιά της ήταν ξασμένα, τα νύχια των χεριών της σκληρά και κομένα από τη ρίζα. Οι φτέρνες της έβγαιναν έξω από τις σαγιονάρες και ήταν σκασμένες, καφετιές. Καθαρίστρια δούλευε η γυναίκα τόσα χρόνια, τι χέρια και τι πόδια να είχε; Το παχύ κουρασμένο της πρόσωπο έκανε παράξενες γκριμάτσες καθώς άφηνε στο καρώ τραπεζομάντηλο το ψωμί και το ποτήρι του κρασιού. Ο άντρας έτριψε με το χέρι του το αξύριστο πηγούνι του. Δεν του άρεσε εκεί μέσα. Καθώς έβαζε στο στόμα του κουταλιές με φακές, τα πράγματα ξεκαθάριζαν στο μυαλό του ακόμα πιο πολύ. Τώρα πια ήξερε όλα τα δεδομένα με απόλυτη διαύγεια. Ούτε την άλλην ήθελε, ούτε τούτη εδώ. Ούτε εκεί γούσταρε, ούτε εδώ μπορούσε.
Καθώς η γυναίκα έσερνε αγκομαχώντας μια καρέκλα και καθόταν δίπλα του, ο άνδρας έκλεισε τα μάτια για να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Κάποια καταστροφή πολύ μεγαλύτερη απ' αυτή που φανταζόταν, είχε συντελεστεί μέσα του. Δεν ανήκε πουθενά, σε καμιά εστία. Το ένα ρούχο ήταν τόσο φαρδύ που δεν στεκόταν καθόλου πάνω του και το άλλο τόσο στενό που ήταν αδύνατο να το φορέσει. Ήταν λοιπόν γυμνός μέσα στον παγωμένο κόσμο. Και δεν ήταν είκοσι χρονών για να έχει την πολυτέλεια της άγνοιας. Ήξερε πια καλά ότι κάπου πρέπει υποχρεωτικά να πατήσει, από κάπου να ξαναξεκινήσει, αλλά με πλήρη συνείδηση πως όσα απώλεσε δεν θα ξαναγυρίσουν. Δεν είχε άλλη επιλογή, θα έμενε εκεί και θα 'βλεπε τι θα 'κανε. Την κοίταξε για πρώτη φορά κατάματα και συνειδητοποίησε ότι αυτά τα ξεπλυμένα μάτια με τα οποία θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του, τα μισούσε όσο μισούσε και τα γαλάζια της άλλης. Στην πραγματικότητα, τον εαυτό του μισούσε. Κι όμως, ώριμος και συμβιβασμένος πια, χωρίς ψευδαισθήσεις και ανεδαφικά όνειρα, άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε το πόδι της ανάμεσα στη σχισμή της ρόμπας. Το έσφιξε λίγο, η κυταρρίτιδα έπνιξε το γόνατο.
«Δραχμούλα μου» τής είπε με φτιαχτή τρυφερότητα, «ξαναγύρισα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου