χαμουρόψαρο (το), ουσ.: [1] ανυποψίαστος γκόμενος ή γκόμενα, που ψαρώνει στο ξαφνικό κουλάντρισμα/μπαλαμούτιασμα και σου κάθεται. [2] πονηρεμένος γκόμενος ή γκόμενα (χαμούρης ή χαμούρα), που, όπως το ψάρι, θέλει προσεκτικό πασπάτεμα για να μη σου κάτσει στο λαιμό. [3] λετσογκόμενος ή λετσογκόμενα που πλένεται άπαξ μηνιαίως για να μη φύγει το μύρο, μα που ωστόσο, ένεκα η μπίχλα που διώχνει και βόθρατζη, είναι εξόχως ευπροσήγορος/η στο χαμούρεμα.
Ας μην κρύβουμε άλλο την περηφάνεια που γεννά η μοναδικότης μας: σε πείσμα των καυτών κοινωνικών αιτημάτων, της μαζικής πολιτικοποίησης και του επαναστατικού χαρακτήρα του κινήματος των Αγανακτισμένων, η πλατεία Συντάγματος έχει μετατραπεί σε πιστό αντίγραφο της λαϊκής εμποροπανήγυρης του Αγίου Μάμα: τι καλαμπόκια και ποπκόρνια, τι μπύρες και σογλάκια (σουβλάκια)… το μόνο που λείπει είναι ο αρκουδιάρης με την αρκούδα, να την τραβάει απ’ το χαλκά στη μουσούδα και να της λέει: «Πέσε χάμω και δείξε μας πώς κάνει η Βουγιουκλάκη όταν βλέπει τον Παπαμιχαήλ.»
Και δεν το λέω με καμία διάθεση ψόγου – στην πραγματικότητα, το δαιμόνιο της ελληνικής τζερτζελεδοσύνης είναι το μόνο που μπορεί να μας σώσει, αν όχι απ’ τη χρεοκοπία, τουλάχιστον απ’ τη βαριά κατάθλιψη που το γενικευμένο οικονομικό άγχος μπορεί να προκαλέσει. Όσο κι αν μεμφόμαστε εαυτούς και αλλήλους για την πολλάκις εγκληματική μας ελαφρότητα (που έχει επιτρέψει σε δύο πολιτικά τζάκια – διόρθωση: μεταποιημένες φουφούδες – να παίζουν τη χώρα πέρα-δώθε σαν μπαλάκι του πινγκ-πονγκ), σε περιόδους όπως η τωρινή, όταν το φάσμα της κατήφειας και της απόγνωσης πλανάται πάνω από τον κόσμο σαν τη μαύρη πανώλη, το μόνο άμεσο κι αποτελεσματικό γιατρικό, έστω κι αν θεραπεύει το σύμπτωμα και όχι τη νόσο, είναι η ευεργετική επίδραση του χαβαλέ.
Ωστόσο, όπως λέει κι ο σοφός λαός, η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Και καθώς η πλατεία έχει γεμίσει αντίσκηνα – άμα βάλεις και πέντε φουσκωτές πισίνες και πετάξεις όξω και τον βύζο έχεις το κάμπινγκ της Αντιπάρου –, ίσως ήρθε η στιγμή (αν δεν έχει έρθει ήδη) στο όπλο της θυμηδίας να προστεθεί κι αυτό της αρπαχτής.
Άλλωστε οι συνθήκες είναι ιδανικές: 24ωρο φαστ φουντ (για τη λιγούρα μετά, ή σε περίπτωση που το Σύνταγμα γίνει τελείως τριμπούρδελο κι αρχίσουν να σκάνε και μπάφοι), περίπτερα για τσιγάρα και καπότες, και πολυκοσμία που σου επιτρέπει να ξεγλιστράς απ’ το’ να αντίσκηνο στ’ άλλο χωρίς να σου κρεμάσουν τα κουδούνια ως τσουλάρα της πλατείας (που κι αυτό να συμβεί, μπορείς ν’ αρχίσεις να χρεώνεις: το αρχαιότερο επάγγελμα, με θέα στο αχρηστότερο επάγγελμα – αυτό του Έλληνα λαμογιο-βουλευτή).
Οπότε αγόρια, αδράξτε τις κιθάρες σας, και, θερμά παρακαλώ, ξεχάστε πια τον Θεοδωράκη και τον Λοΐζο, τον Παπακωνσταντίνου και το ρημαδοέντεχνο, διότι η μόνη περίπτωση να σου κάτσει πήδουλος με τα καταθλιπτικά του Καββαδία, είναι η γκόμενα να’ χει μόλις ξεμπαρκάρει από γκαζάδικο. Όχι και πάλι όχι. Η ελαφρότης που δρά ευοδωτικά στο χαμούρεμα, απαιτεί και ανάλογη, έξω καρδιά μουσική συνοδεία. Όσο κι αν ο Τσε Γκεβάρα που κρύβεται μέσα σας αγανακτεί, πιάστε κανά Κραουνάκη απ’ τα βαριά, σεβνταλίδικα λαϊκά του στο ψιθυριστό, λίγο Μοσχολιού, ακόμα και Χατζηγιάννη βρε αδελφέ – ώστε η τρυφερή και σεξουαλικά διεκδικήσιμη κορασίδα που κάθεται και σας ακούει πεταρίζοντας τα βλέφαρα, ύστερα απ’ την εξουθένωση της ολοήμερης αγανάκτησης, να στενάξει/πλαντάξει, να χύσει ένα δάκρυ, ώστε κι εσείς κατόπιν στη σκηνή να χύσετε ακόμα περισσότερο (δάκρυ, από συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη για το ταπεινό θαύμα που λέγεται σπασμωδικό ξεπαρτάλιασμα…)
Διότι, εκτός από γεμάτη, η πλατεία είναι γαμάτη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου